νηφάλιοι

νηφάλιοι
νηφάλιος
unmixed with wine
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νηφάλιος — α, ο (Α νηφάλιος, ία, ον, θηλ και ος) 1. αυτός που δεν έχει πιει, εγκρατής στο ποτό, ιδίως στο κρασί, ξεμέθυστος 2. μτφ. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, καθαρή σκέψη, ήρεμος, ψύχραιμος, συνετός αρχ. 1. (για ποτό) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί… …   Dictionary of Greek

  • ЖЕРТВА —    • Sacrificĭa.          В обширном смысле под Ж. разумеется всякое приношение богам, которым выражается или зависимость от них, или свидетельство благоговения и благодарности к ним или посредством которого желают приобрести божественную милость …   Реальный словарь классических древностей

  • σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”